πυργούσικος

πυργούσικος
ο, Ν
είδος παραδοσιακού χορού τής Χίου ο οποίος εκτελείται από ομάδες τριών ατόμων που διαγράφουν ρυθμικά έναν μικρό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυργί, κωμόπολη τής Χίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”